Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bust" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προτομή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bust

[Σκόνη]
/bəst/

noun

1. A complete failure

  • "The play was a dismal flop"
    synonym:
  • flop
  • ,
  • bust
  • ,
  • fizzle

1. Μια πλήρης αποτυχία

  • "Το παιχνίδι ήταν ένα θλιβερό πτερύγιο"
    συνώνυμο:
  • πλαδαρόσ
  • ,
  • προβληματισμόσ
  • ,
  • φιτσαλίζω

2. The chest of a woman

    synonym:
  • female chest
  • ,
  • bust

2. Το στήθος μιας γυναίκας

    συνώνυμο:
  • γυναικείο στήθος
  • ,
  • προβληματισμόσ

3. A sculpture of the head and shoulders of a person

    synonym:
  • bust

3. Ένα γλυπτό του κεφαλιού και των ώμων ενός ατόμου

    συνώνυμο:
  • προβληματισμόσ

4. An occasion for excessive eating or drinking

  • "They went on a bust that lasted three days"
    synonym:
  • bust
  • ,
  • tear
  • ,
  • binge
  • ,
  • bout

4. Μια ευκαιρία για υπερβολικό φαγητό ή ποτό

  • "Πήγαν σε μια προτομή που διήρκεσε τρεις ημέρες"
    συνώνυμο:
  • προβληματισμόσ
  • ,
  • σχίζω
  • ,
  • μπίνγκε
  • ,
  • περίοδος

verb

1. Ruin completely

  • "He busted my radio!"
    synonym:
  • break
  • ,
  • bust

1. Καταστρέψτε εντελώς

  • "Κατέστρεψε το ραδιόφωνό μου!"
    συνώνυμο:
  • σπάω
  • ,
  • προβληματισμόσ

2. Search without warning, make a sudden surprise attack on

  • "The police raided the crack house"
    synonym:
  • raid
  • ,
  • bust

2. Ψάξτε χωρίς προειδοποίηση, κάντε μια ξαφνική επίθεση έκπληξη

  • "Η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι των ρωγμών"
    συνώνυμο:
  • επιδρομή
  • ,
  • προβληματισμόσ

3. Separate or cause to separate abruptly

  • "The rope snapped"
  • "Tear the paper"
    synonym:
  • tear
  • ,
  • rupture
  • ,
  • snap
  • ,
  • bust

3. Διαχωρίστε ή προκαλέστε απότομα το χωρισμό

  • "Το σχοινί έσπασε"
  • "Δακρύστε το χαρτί"
    συνώνυμο:
  • σχίζω
  • ,
  • ρήξη
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • προβληματισμόσ

4. Go to pieces

  • "The lawn mower finally broke"
  • "The gears wore out"
  • "The old chair finally fell apart completely"
    synonym:
  • break
  • ,
  • wear
  • ,
  • wear out
  • ,
  • bust
  • ,
  • fall apart

4. Πηγαίνω σε κομμάτια

  • "Το χλοοκοπτικό τελικά έσπασε"
  • "Τα γρανάζια εξαντλήθηκαν"
  • "Η παλιά καρέκλα τελικά κατέρρευσε εντελώς"
    συνώνυμο:
  • σπάω
  • ,
  • φθορά
  • ,
  • φθείρω
  • ,
  • προβληματισμόσ
  • ,
  • καταρρέω

5. Break open or apart suddenly and forcefully

  • "The dam burst"
    synonym:
  • burst
  • ,
  • bust

5. Ανοίξτε ή χωρίστε ξαφνικά και δυναμικά

  • "Το φράγμα έσκασε"
    συνώνυμο:
  • έκρηξη
  • ,
  • προβληματισμόσ

adjective

1. Lacking funds

  • "`skint' is a british slang term"
    synonym:
  • broke
  • ,
  • bust
  • ,
  • skint
  • ,
  • stone-broke
  • ,
  • stony-broke

1. Λείπουν τα κεφάλαια

  • "Το σκίντ είναι ένας βρετανικός όρος αργκό"
    συνώνυμο:
  • έσπασε
  • ,
  • προβληματισμόσ
  • ,
  • σκι
  • ,
  • πέτρινο κρεβάτι
  • ,
  • πέτρινος-μπρουκ