Translation meaning & definition of the word "businessman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιχειρηματίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Businessman
[Επιχειρηματίας]/bɪznəsmæn/
noun
1. A person engaged in commercial or industrial business (especially an owner or executive)
- synonym:
- businessman ,
- man of affairs
1. Ένα άτομο που ασχολείται με εμπορικές ή βιομηχανικές επιχειρήσεις (ειδικά ιδιοκτήτης ή εκτελεστικό)
- συνώνυμο:
- επιχειρηματίας ,
- άνθρωπος των πραγμάτων
Examples of using
Tom was an astute businessman who made a lot of money.
Ο Τομ ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας που έβγαλε πολλά χρήματα.
Tom is fit to become a businessman.
Ο Τομ είναι κατάλληλος να γίνει επιχειρηματίας.
Learning Klingon will be of great use for his career as a businessman.
Η εκμάθηση του Κλίνγκον θα είναι πολύ χρήσιμη για την καριέρα του ως επιχειρηματίας.