Translation meaning & definition of the word "businesslike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιχειρηματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Businesslike
[Επιχειρηματικόσ]/bɪznɪslaɪk/
adjective
1. Exhibiting methodical and systematic characteristics that would be useful in business
- synonym:
- businesslike
1. Εκθέτοντας μεθοδικά και συστηματικά χαρακτηριστικά που θα ήταν χρήσιμα στις επιχειρήσεις
- συνώνυμο:
- επιχειρηματικόσ
2. Not distracted by anything unrelated to the goal
- synonym:
- businesslike ,
- earnest
2. Δεν αποσπάται από τίποτα που δεν σχετίζεται με το στόχο
- συνώνυμο:
- επιχειρηματικόσ ,
- σοβαρός