Translation meaning & definition of the word "business" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιχείρηση" στην ελληνική γλώσσα
Business
[Επιχείρηση]noun
1. A commercial or industrial enterprise and the people who constitute it
- "He bought his brother's business"
- "A small mom-and-pop business"
- "A racially integrated business concern"
- synonym:
- business ,
- concern ,
- business concern ,
- business organization ,
- business organisation
1. Μια εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση και οι άνθρωποι που την αποτελούν
- "Αγόρασε την επιχείρηση του αδελφού του"
- "Μια μικρή επιχείρηση μαμά και ποπ"
- "Φυλετικά ολοκληρωμένη επιχειρηματική ανησυχία"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- ανησυχία ,
- επιχειρηματικό ενδιαφέρον ,
- επιχειρηματική οργάνωση
2. The activity of providing goods and services involving financial and commercial and industrial aspects
- "Computers are now widely used in business"
- synonym:
- commercial enterprise ,
- business enterprise ,
- business
2. Τη δραστηριότητα παροχής αγαθών και υπηρεσιών που αφορούν οικονομικές και εμπορικές και βιομηχανικές πτυχές
- "Οι υπολογιστές χρησιμοποιούνται τώρα ευρέως στις επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- εμπορική επιχείρηση ,
- επιχειρηματική επιχείρηση ,
- επιχείρηση
3. The principal activity in your life that you do to earn money
- "He's not in my line of business"
- synonym:
- occupation ,
- business ,
- job ,
- line of work ,
- line
3. Η κύρια δραστηριότητα στη ζωή σου που κάνεις για να κερδίσεις χρήματα
- "Δεν είναι στη δουλειά μου"
- συνώνυμο:
- κατοχή ,
- επιχείρηση ,
- εργασία ,
- γραμμή εργασίας ,
- γραμμή
4. A rightful concern or responsibility
- "It's none of your business"
- "Mind your own business"
- synonym:
- business
4. Νόμιμη ανησυχία ή ευθύνη
- "Δεν είναι δική σας δουλειά"
- "Να θυμάστε τη δική σας επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση
5. An immediate objective
- "Gossip was the main business of the evening"
- synonym:
- business
5. Άμεσος στόχος
- "Το κουτσομπολιό ήταν η κύρια επιχείρηση της βραδιάς"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση
6. The volume of commercial activity
- "Business is good today"
- "Show me where the business was today"
- synonym:
- business
6. Ο όγκος της εμπορικής δραστηριότητας
- "Η επιχείρηση είναι καλή σήμερα"
- "Δείξτε μου πού ήταν η επιχείρηση σήμερα"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση
7. Business concerns collectively
- "Government and business could not agree"
- synonym:
- business ,
- business sector
7. Οι επιχειρήσεις αφορούν συλλογικά
- "Η κυβέρνηση και οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- επιχειρηματικός τομέας
8. Customers collectively
- "They have an upper class clientele"
- synonym:
- clientele ,
- patronage ,
- business
8. Πελάτες συλλογικά
- "Έχουν μια πελατεία ανώτερης κατηγορίας"
- συνώνυμο:
- πελατεία ,
- προστασία ,
- επιχείρηση
9. Incidental activity performed by an actor for dramatic effect
- "His business with the cane was hilarious"
- synonym:
- business ,
- stage business ,
- byplay
9. Τυχαία δραστηριότητα που εκτελείται από έναν ηθοποιό για δραματικό αποτέλεσμα
- "Η δουλειά του με το ζαχαροκάλαμο ήταν ξεκαρδιστική"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- σκηνική επιχείρηση ,
- παραπαίω