Translation meaning & definition of the word "bushy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βούλια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bushy
[Μπους]/bʊʃi/
adjective
1. Used of hair
- Thick and poorly groomed
- "Bushy locks"
- "A shaggy beard"
- synonym:
- bushy ,
- shaggy ,
- shaggy-haired ,
- shaggy-coated
1. Χρησιμοποιείται για τα μαλλιά
- Παχύ και κακώς περιποιημένο
- "Σπειροειδείς κλειδαριές"
- "Μια ασταθής γενειάδα"
- συνώνυμο:
- θαμνώδησ ,
- αστείος ,
- αποτριχωτόσ ,
- επικαλυμμένος με λεπτό υμένιο
2. Resembling a bush in being thickly branched and spreading
- synonym:
- bushy
2. Μοιάζει με ένα θάμνο στο να είναι πυκνά διακλαδισμένος και εξαπλωμένος
- συνώνυμο:
- θαμνώδησ
Examples of using
His bushy brows accented his face.
Τα θαμνώδη φρύδια του τόνισαν το πρόσωπό του.
My cat has a big, white, bushy tail.
Η γάτα μου έχει μια μεγάλη, λευκή, θαμνώδη ουρά.