Translation meaning & definition of the word "bushel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουβήλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bushel
[Μπούσελ]/bʊʃəl/
noun
1. A united states dry measure equal to 4 pecks or 2152.42 cubic inches
- synonym:
- bushel
1. Ένα ξηρό μέτρο των ηνωμένων πολιτειών ίσο με 4 λίβρες ή 2152,42 κυβικές ίντσες
- συνώνυμο:
- μπούσελ
2. A british imperial capacity measure (liquid or dry) equal to 4 pecks
- synonym:
- bushel
2. Ένα βρετανικό αυτοκρατορικό μέτρο ικανότητας (λικυδιού ή ξηρού) ίσο με 4 ραβδώσεις
- συνώνυμο:
- μπούσελ
verb
1. Restore by replacing a part or putting together what is torn or broken
- "She repaired her tv set"
- "Repair my shoes please"
- synonym:
- repair ,
- mend ,
- fix ,
- bushel ,
- doctor ,
- furbish up ,
- restore ,
- touch on
1. Επαναφέρετε με την αντικατάσταση ενός μέρους ή βάζοντας μαζί ό, τι είναι σχισμένο ή σπασμένο
- "Επισκεύασε το τηλεοπτικό της σετ"
- "Ανακαλέστε τα παπούτσια μου παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- επισκευή ,
- επιμελώ ,
- διορθώνω ,
- μπούσελ ,
- γιατρός ,
- ανατριχιάζω ,
- επαναφορά ,
- αγγίζω