Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "burr" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταύρος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Burr

[Μπουρντ]
/bər/

noun

1. Seed vessel having hooks or prickles

    synonym:
  • bur
  • ,
  • burr

1. Δοχείο σπόρων που έχει τους γάντζους ή τις ακίδες

    συνώνυμο:
  • λιβάδι
  • ,
  • ανατρέπω

2. Rough projection left on a workpiece after drilling or cutting

    synonym:
  • burr

2. Τραχιά προβολή που αφήνεται σε ένα κομμάτι προς κατεργασία μετά από τη διάτρηση ή την κοπή

    συνώνυμο:
  • ανατρέπω

3. United states politician who served as vice president under jefferson

  • He mortally wounded his political rival alexander hamilton in a duel and fled south (1756-1836)
    synonym:
  • Burr
  • ,
  • Aaron Burr

3. Πολιτικός των ηπα που υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος υπό τον τζέφερσον

  • Τραυμάτισε θανάσιμα τον πολιτικό του αντίπαλο αλέξανδρο χάμιλτον σε μονομαχία και διέφυγε νότια του (1756-1836)
    συνώνυμο:
  • Μπουρντ
  • ,
  • Άαρον Μπουρ

4. Rotary file for smoothing rough edges left on a workpiece

    synonym:
  • burr

4. Περιστροφικό αρχείο για την εξομάλυνση των τραχιών άκρων που αφήνονται σε ένα κομμάτι προς κατεργασία

    συνώνυμο:
  • ανατρέπω

5. Small bit used in dentistry or surgery

    synonym:
  • bur
  • ,
  • burr

5. Μικρό κομμάτι που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική ή τη χειρουργική επέμβαση

    συνώνυμο:
  • λιβάδι
  • ,
  • ανατρέπω

verb

1. Remove the burrs from

    synonym:
  • bur
  • ,
  • burr

1. Αφαιρέστε τα γρέζια από

    συνώνυμο:
  • λιβάδι
  • ,
  • ανατρέπω