Translation meaning & definition of the word "burner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καυστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Burner
[Καυστήρασ]/bərnər/
noun
1. An apparatus for burning fuel (or refuse)
- "A diesel engine is an oil burner"
- synonym:
- burner
1. Μια συσκευή για την καύση του καυσίμου (ορ αρνητικό
- "Ένας κινητήρας ντίζελ είναι ένας καυστήρας πετρελαίου"
- συνώνυμο:
- καυστήρας
2. The heating elements of a stove or range on which pots and pans are placed for cooking
- "The electric range had one large burner and three smaller one"
- synonym:
- burner
2. Τα θερμαντικά στοιχεία μιας σόμπας ή μιας σειράς στην οποία τοποθετούνται γλάστρες και τηγάνια για το μαγείρεμα
- "Η ηλεκτρική σειρά είχε έναν μεγάλο καυστήρα και τρεις μικρότερο"
- συνώνυμο:
- καυστήρας