Translation meaning & definition of the word "burned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Burned
[Κάηκε]/bərnd/
adjective
1. Treated by heating to a high temperature but below the melting or fusing point
- "Burnt sienna"
- synonym:
- burned ,
- burnt
1. Αντιμετωπίζεται με θέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία αλλά κάτω από το σημείο τήξης ή σύντηξης
- "Καμένη σιέννη"
- συνώνυμο:
- καίγεται ,
- καμένος
2. Destroyed or badly damaged by fire
- "A row of burned houses"
- "A charred bit of burnt wood"
- "A burned-over site in the forest"
- "Barricaded the street with burnt-out cars"
- synonym:
- burned ,
- burnt ,
- burned-over ,
- burned-out ,
- burnt-out
2. Καταστράφηκε ή υπέστη σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά
- "Μια σειρά από καμένα σπίτια"
- "Ένα απανθρακωμένο κομμάτι καμένου ξύλου"
- "Μια περιοχή που καίγεται στο δάσος"
- "Εμπλουτισμένο το δρόμο με καμένα αυτοκίνητα"
- συνώνυμο:
- καίγεται ,
- καμένος ,
- εξαφανίστηκε
3. Ruined by overcooking
- "She served us underdone bacon and burnt biscuits"
- synonym:
- burned ,
- burnt
3. Καταστράφηκε από το υπερβολικό μαγείρεμα
- "Μας σερβίρει μπέικον και καμένα μπισκότα"
- συνώνυμο:
- καίγεται ,
- καμένος
Examples of using
I burned the roof of my mouth.
Έκαψα την οροφή του στόματός μου.
Tom got in a burning car and burned.
Ο Τομ μπήκε σε ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο και κάηκε.
Tom burned a big wad of hundred dollar bills.
Ο Τομ έκαψε ένα μεγάλο βαρέλι εκατό δολαρίων.