Translation meaning & definition of the word "burn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καύση" στην ελληνική γλώσσα
Burn
[Μπερν]noun
1. Pain that feels hot as if it were on fire
- synonym:
- burn ,
- burning
1. Πόνος που αισθάνεται ζεστό σαν να ήταν στη φωτιά
- συνώνυμο:
- καίω ,
- καύση
2. A browning of the skin resulting from exposure to the rays of the sun
- synonym:
- tan ,
- suntan ,
- sunburn ,
- burn
2. Ένα κοκκίνισμα του δέρματος που προκύπτει από την έκθεση στις ακτίνες του ήλιου
- συνώνυμο:
- μαύρισμα ,
- σουντάν ,
- ηλιακό έγκαυμα ,
- καίω
3. An injury caused by exposure to heat or chemicals or radiation
- synonym:
- burn
3. Τραυματισμός που προκαλείται από έκθεση σε θερμότητα ή χημικές ουσίες ή ακτινοβολία
- συνώνυμο:
- καίω
4. A place or area that has been burned (especially on a person's body)
- synonym:
- burn ,
- burn mark
4. Ένας τόπος ή μια περιοχή που έχει καεί (ειδικά στο σώμα ενός ατόμου)
- συνώνυμο:
- καίω ,
- σημάδι καύσης
5. Damage inflicted by fire
- synonym:
- burn
5. Ζημιές που προκλήθηκαν από πυρκαγιά
- συνώνυμο:
- καίω
verb
1. Destroy by fire
- "They burned the house and his diaries"
- synonym:
- burn ,
- fire ,
- burn down
1. Καταστρέφω από τη φωτιά
- "Κάηκαν το σπίτι και τα ημερολόγιά του"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- φωτιά ,
- καίγομαι
2. Shine intensely, as if with heat
- "The coals were glowing in the dark"
- "The candles were burning"
- synonym:
- burn ,
- glow
2. Λάμψτε έντονα, σαν με θερμότητα
- "Τα κάρβουνα έλαμπαν στο σκοτάδι"
- "Τα κεριά έκαιγαν"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- λάμψη
3. Undergo combustion
- "Maple wood burns well"
- synonym:
- burn ,
- combust
3. Υποβάλλονται σε καύση
- "Το ξύλο του αξόνιου καίει καλά"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- καυστικός
4. Cause a sharp or stinging pain or discomfort
- "The sun burned his face"
- synonym:
- bite ,
- sting ,
- burn
4. Προκαλέστε έντονο ή τσιμπώντας πόνο ή δυσφορία
- "Ο ήλιος έκαψε το πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- δαγκώνω ,
- τσίμπημα ,
- καίω
5. Cause to burn or combust
- "The sun burned off the fog"
- "We combust coal and other fossil fuels"
- synonym:
- burn ,
- combust
5. Αιτία για να κάψει ή να καψει
- "Ο ήλιος έκαψε την ομίχλη"
- "Καίγουμε άνθρακα και άλλα ορυκτά καύσιμα"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- καυστικός
6. Feel strong emotion, especially anger or passion
- "She was burning with anger"
- "He was burning to try out his new skies"
- synonym:
- burn
6. Νιώστε έντονα συναισθήματα, ειδικά θυμό ή πάθος
- "Καίγεται με θυμό"
- "Καιγόταν για να δοκιμάσει τους νέους του ουρανούς"
- συνώνυμο:
- καίω
7. Cause to undergo combustion
- "Burn garbage"
- "The car burns only diesel oil"
- synonym:
- burn ,
- incinerate
7. Αιτία να υποστεί καύση
- "Καύση σκουπιδιών"
- "Το αυτοκίνητο καίει μόνο το πετρέλαιο ντίζελ"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- αποτεφρώ
8. Burn at the stake
- "Witches were burned in salem"
- synonym:
- burn
8. Καίω στο ποντάρισμα
- "Οι μάγισσες κάηκαν στο σάλεμ"
- συνώνυμο:
- καίω
9. Spend (significant amounts of money)
- "He has money to burn"
- synonym:
- burn
9. Ξοδέψτε (σημαντικά χρηματικά ποσά)
- "Έχει χρήματα να κάψει"
- συνώνυμο:
- καίω
10. Feel hot or painful
- "My eyes are burning"
- synonym:
- burn
10. Αισθάνεστε ζεστό ή επώδυνο
- "Τα μάτια μου καίγονται"
- συνώνυμο:
- καίω
11. Burn, sear, or freeze (tissue) using a hot iron or electric current or a caustic agent
- "The surgeon cauterized the wart"
- synonym:
- cauterize ,
- cauterise ,
- burn
11. Κάψτε, κάνετε γλουτένη ή παγώστε το (-ιστε) χρησιμοποιώντας ζεστό σίδερο ή ηλεκτρικό ρεύμα ή καυστικό παράγοντα
- "Ο χειρουργός καυτηρίασε τον κονδυλωτό"
- συνώνυμο:
- καυτηριάζω ,
- καίω
12. Get a sunburn by overexposure to the sun
- synonym:
- sunburn ,
- burn
12. Πάρτε ένα ηλιακό έγκαυμα από την υπερέκθεση στον ήλιο
- συνώνυμο:
- ηλιακό έγκαυμα ,
- καίω
13. Create by duplicating data
- "Cut a disk"
- "Burn a cd"
- synonym:
- cut ,
- burn
13. Δημιουργία με επανάληψη δεδομένων
- "Κόψτε ένα δίσκο"
- "Κάψτε ένα σν"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- καίω
14. Use up (energy)
- "Burn off calories through vigorous exercise"
- synonym:
- burn off ,
- burn ,
- burn up
14. Χρησιμοποιήστε επάνω (ενεργεια)
- "Καύση θερμίδων μέσω έντονης άσκησης"
- συνώνυμο:
- καίγομαι ,
- καίω
15. Burn with heat, fire, or radiation
- "The iron burnt a hole in my dress"
- synonym:
- burn
15. Καίει με θερμότητα, φωτιά ή ακτινοβολία
- "Το σίδερο έκαψε μια τρύπα στο φόρεμά μου"
- συνώνυμο:
- καίω