Translation meaning & definition of the word "burg" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουλγαρικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Burg
[Μπουργκ]/bərg/
noun
1. Colloquial american term for a town
- "I've lived in this burg all my life"
- synonym:
- burg
1. Αμερικανικός όρος για μια πόλη
- "Έχω ζήσει σε αυτό το μπιφτέκι όλη μου τη ζωή"
- συνώνυμο:
- μπουργκ