Translation meaning & definition of the word "bureaucratic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφειοκρατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bureaucratic
[Γραφειοκρατικόσ]/bjʊrəkrætɪk/
adjective
1. Of or relating to or resembling a bureaucrat or bureaucracy
- "His bureaucratic behavior annoyed his colleagues"
- "A bureaucratic nightmare"
- synonym:
- bureaucratic
1. Από ή σχετίζονται ή μοιάζουν με γραφειοκράτη ή γραφειοκρατία
- "Η γραφειοκρατική του συμπεριφορά ενόχλησε τους συναδέλφους του"
- "Γραφειοκρατικός εφιάλτης"
- συνώνυμο:
- γραφειοκρατικόσ
Examples of using
If I don't take care of all the bureaucratic issues, they'll simply deport me.
Αν δεν ασχοληθώ με όλα τα γραφειοκρατικά ζητήματα, θα με απελάσουν.