Translation meaning & definition of the word "bureaucracy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφειοκρατία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bureaucracy
[Γραφειοκρατία]/bjʊrɑkrəsi/
noun
1. Nonelective government officials
- synonym:
- bureaucracy ,
- bureaucratism
1. Μη εκλεκτικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι
- συνώνυμο:
- γραφειοκρατία
2. A government that is administered primarily by bureaus that are staffed with nonelective officials
- synonym:
- bureaucracy
2. Μια κυβέρνηση που διοικείται κυρίως από γραφεία που είναι στελεχωμένα με μη εκλεκτικούς αξιωματούχους
- συνώνυμο:
- γραφειοκρατία
3. Any organization in which action is obstructed by insistence on unnecessary procedures and red tape
- synonym:
- bureaucracy
3. Κάθε οργάνωση στην οποία η δράση εμποδίζεται από την επιμονή σε περιττές διαδικασίες και γραφειοκρατία
- συνώνυμο:
- γραφειοκρατία
Examples of using
The bureaucracy is expanding to meet the needs of an expanding bureaucracy.
Η γραφειοκρατία επεκτείνεται για να καλύψει τις ανάγκες μιας διευρυνόμενης γραφειοκρατίας.