Translation meaning & definition of the word "bureau" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουρεό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bureau
[Γραφείο]/bjʊroʊ/
noun
1. An administrative unit of government
- "The central intelligence agency"
- "The census bureau"
- "Office of management and budget"
- "Tennessee valley authority"
- synonym:
- agency ,
- federal agency ,
- government agency ,
- bureau ,
- office ,
- authority
1. Διοικητική μονάδα της κυβέρνησης
- "Κεντρική υπηρεσία πληροφοριών"
- "Το γραφείο απογραφών"
- "Γραφείο διοίκησης και προϋπολογισμού"
- "Αρχή κοιλάδας του τενεσί"
- συνώνυμο:
- οργανισμός ,
- ομοσπονδιακή υπηρεσία ,
- κυβερνητική υπηρεσία ,
- γραφείο ,
- αρχή
2. Furniture with drawers for keeping clothes
- synonym:
- chest of drawers ,
- chest ,
- bureau ,
- dresser
2. Έπιπλα με συρτάρια για τη φύλαξη ρούχων
- συνώνυμο:
- συρταριέρα ,
- στήθος ,
- γραφείο ,
- επιδεικτικόσ
Examples of using
Tom hid his money in a bureau drawer.
Ο Τομ έκρυψε τα χρήματά του σε ένα συρτάρι γραφείου.