Translation meaning & definition of the word "buoyant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγοραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buoyant
[Κουκουλοφόροσ]/bɔɪənt/
adjective
1. Tending to float on a liquid or rise in air or gas
- "Buoyant balloons"
- "Buoyant balsawood boats"
- "A floaty scarf"
- synonym:
- buoyant ,
- floaty
1. Τείνουν να επιπλέουν σε ένα υγρό ή να αυξάνονται στον αέρα ή το αέριο
- "Αγοραστικά μπαλόνια"
- "Ακουστικά σκάφη βαλσαμουνιών"
- "Ένα επιπλέον κασκόλ"
- συνώνυμο:
- πληθωρικό ,
- επιπλέων
2. Characterized by liveliness and lightheartedness
- "Buoyant spirits"
- "His quick wit and chirpy humor"
- "Looking bright and well and chirpy"
- "A perky little widow in her 70s"
- synonym:
- buoyant ,
- chirpy ,
- perky
2. Χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και ελαφρότητα
- "Αγοραστικά πνεύματα"
- "Το γρήγορο πνεύμα του και το περίεργο χιούμορ του"
- "Φαίνεται φωτεινό και καλά και τρελό"
- "Μια παράξενη χήρα στα 70 της"
- συνώνυμο:
- πληθωρικό ,
- τσιρλί ,
- περίεργος