Translation meaning & definition of the word "buoy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπούτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buoy
[Μπουόι]/bui/
noun
1. Bright-colored
- A float attached by rope to the seabed to mark channels in a harbor or underwater hazards
- synonym:
- buoy
1. Φωτεινό χρώμα
- Ένα πλωτήρα που συνδέεται με σχοινί στο βυθό για να σηματοδοτήσει τα κανάλια σε ένα λιμάνι ή υποβρύχιους κινδύνους
- συνώνυμο:
- σημαδεύω
verb
1. Float on the surface of water
- synonym:
- buoy
1. Επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού
- συνώνυμο:
- σημαδεύω
2. Keep afloat
- "The life vest buoyed him up"
- synonym:
- buoy ,
- buoy up
2. Κρατώ επιπλέον
- "Το γιλέκο της ζωής τον σημάδεψε"
- συνώνυμο:
- σημαδεύω ,
- ανεβαίνω
3. Mark with a buoy
- synonym:
- buoy
3. Σηματοδοτώ με ένα σημαντήρα
- συνώνυμο:
- σημαδεύω