Translation meaning & definition of the word "bunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλό" στην ελληνική γλώσσα
Bunt
[Κακοποιώ]noun
1. (baseball) the act of hitting a baseball lightly without swinging the bat
- synonym:
- bunt
1. (βασεμπολ) η πράξη του χτυπήματος ελαφρά ένα μπέιζμπολ χωρίς να ταλαντεύεται το ρόπαλο
- συνώνυμο:
- βουητό
2. Disease of wheat characterized by replacement of the grains with greasy masses of smelly smut spores
- synonym:
- bunt ,
- stinking smut
2. Ασθένεια του σιταριού που χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση των κόκκων με λιπαρές μάζες σπορίων μυρωδιάς
- συνώνυμο:
- βουητό ,
- βρωμερό πορνό
3. Similar to tilletia caries
- synonym:
- bunt ,
- stinking smut ,
- Tilletia foetida
3. Παρόμοια με την τερηδόνα της τιλέτια
- συνώνυμο:
- βουητό ,
- βρωμερό πορνό ,
- Τιλλέτια έμβρυα
4. Fungus that destroys kernels of wheat by replacing them with greasy masses of smelly spores
- synonym:
- bunt ,
- Tilletia caries
4. Μύκητας που καταστρέφει τους πυρήνες του σιταριού αντικαθιστώντας τους με λιπαρές μάζες δύσοσμων σπορίων
- συνώνυμο:
- βουητό ,
- Τιλλέτια τερηδόνα
verb
1. Hit a ball in such a way so as to make it go a short distance
- synonym:
- bunt ,
- drag a bunt
1. Χτυπήστε μια μπάλα με τέτοιο τρόπο ώστε να πάει σε μικρή απόσταση
- συνώνυμο:
- βουητό ,
- σύρετε ένα
2. To strike, thrust or shove against
- "He butted his sister out of the way"
- "The goat butted the hiker with his horns"
- synonym:
- butt ,
- bunt
2. Να χτυπήσει, να σπρώξει ή να σπρώξει ενάντια
- "Βγάζει την αδελφή του από το δρόμο"
- "Η κατσίκα χτύπησε τον πεζοπόρο με τα κέρατά του"
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- βουητό