Translation meaning & definition of the word "bunny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bunny
[Μπάνι]/bəni/
noun
1. A young waitress in a nightclub whose costume includes the tail and ears of a rabbit
- synonym:
- bunny ,
- bunny girl
1. Μια νεαρή σερβιτόρα σε ένα νυχτερινό κέντρο του οποίου το κοστούμι περιλαμβάνει την ουρά και τα αυτιά ενός κουνελιού
- συνώνυμο:
- λαγουδάκι ,
- λαγουδάκι κορίτσι
2. (usually informal) especially a young rabbit
- synonym:
- bunny ,
- bunny rabbit
2. (συνήθως άτυπο) ειδικά ένα νεαρό κουνέλι
- συνώνυμο:
- λαγουδάκι ,
- κουνέλι λαγουδάκι
Examples of using
That was an angry bunny.
Αυτό ήταν ένα θυμωμένο λαγουδάκι.
That was an evil bunny.
Αυτό ήταν ένα κακό λαγουδάκι.