Translation meaning & definition of the word "bunker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουκέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bunker
[Μπάνκερ]/bəŋkər/
noun
1. A hazard on a golf course
- synonym:
- bunker ,
- sand trap ,
- trap
1. Κίνδυνος σε γήπεδο γκολφ
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- παγίδα άμμου ,
- παγίδα
2. A large container for storing fuel
- "The ship's bunkers were full of coal"
- synonym:
- bunker
2. Ένα μεγάλο δοχείο για την αποθήκευση καυσίμων
- "Τα καταφύγια του πλοίου ήταν γεμάτα άνθρακα"
- συνώνυμο:
- αποθήκη
3. A fortification of earth
- Mostly or entirely below ground
- synonym:
- bunker ,
- dugout
3. Μια οχύρωση της γης
- Κυρίως ή εξ ολοκλήρου κάτω από το έδαφος
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- περιπλανώμαι
verb
1. Hit a golf ball into a bunker
- synonym:
- bunker
1. Χτύπησε μια μπάλα του γκολφ σε ένα καταφύγιο
- συνώνυμο:
- αποθήκη
2. Fill (a ship's bunker) with coal or oil
- synonym:
- bunker
2. Γεμίστε το καταφύγιο του πλοίου ( με άνθρακα ή πετρέλαιο
- συνώνυμο:
- αποθήκη
3. Transfer cargo from a ship to a warehouse
- synonym:
- bunker
3. Μεταφορά φορτίου από πλοίο σε αποθήκη
- συνώνυμο:
- αποθήκη