Translation meaning & definition of the word "bungalow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπανγκαλόου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bungalow
[Μπανγκαλόου]/bəŋgəloʊ/
noun
1. A small house with a single story
- synonym:
- bungalow ,
- cottage
1. Ένα μικρό σπίτι με μια ιστορία
- συνώνυμο:
- μπανγκαλόου ,
- εξοχικό