Translation meaning & definition of the word "bumpy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανώμαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bumpy
[Ανώμαλοσ]/bəmpi/
adjective
1. Causing or characterized by jolts and irregular movements
- "A rough ride"
- synonym:
- rough ,
- rocky ,
- bumpy ,
- jolty ,
- jolting ,
- jumpy
1. Προκαλώντας ή χαρακτηρίζοντας από τα πηδαλιουχικά και τις ακανόνιστες κινήσεις
- "Μια τραχιά βόλτα"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- βραχώδησ ,
- ανώμαλοσ ,
- τρελός ,
- τραβώ ,
- πηδαλιώδησ
2. Covered with or full of bumps
- "A bumpy country road"
- synonym:
- bumpy
2. Καλύπτεται με ή γεμάτο προσκρούσεις
- "Ανώμαλος επαρχιακός δρόμος"
- συνώνυμο:
- ανώμαλοσ