Translation meaning & definition of the word "bumper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προφυλακτήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bumper
[Προφυλακτήρασ]/bəmpər/
noun
1. A glass filled to the brim (especially as a toast)
- "We quaffed a bumper of ale"
- synonym:
- bumper
1. Ένα ποτήρι γεμάτο στο χείλος (ειδικά ως τοστ)
- "Καλύψαμε έναν προφυλακτήρα του στροφέα"
- συνώνυμο:
- προφυλακτήρασ
2. A mechanical device consisting of bars at either end of a vehicle to absorb shock and prevent serious damage
- synonym:
- bumper
2. Μια μηχανική συσκευή που αποτελείται από ράβδους σε κάθε άκρο ενός οχήματος για να απορροφήσει το σοκ και να αποτρέψει σοβαρές ζημιές
- συνώνυμο:
- προφυλακτήρασ