Translation meaning & definition of the word "bummer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλοκαίρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bummer
[Βόμβοσ]/bəmər/
noun
1. An experience that is irritating or frustrating or disappointing
- "Having to stand in line so long was a real bummer"
- synonym:
- bummer
1. Μια εμπειρία που είναι ερεθιστική ή απογοητευτική ή απογοητευτική
- "Το να σταθείς στη γραμμή τόσο καιρό ήταν ένας πραγματικός φουσκωτής"
- συνώνυμο:
- ανατριχιάζω
2. A bad reaction to a hallucinogenic drug
- synonym:
- bummer
2. Μια κακή αντίδραση σε ένα παραισθησιογόνο φάρμακο
- συνώνυμο:
- ανατριχιάζω
Examples of using
Ah, bummer!
Αχ, αχ, ανθρωποκερατούρα!