Translation meaning & definition of the word "bullying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bullying
[Εκφοβισμός]/bʊliɪŋ/
noun
1. The act of intimidating a weaker person to make them do something
- synonym:
- bullying ,
- intimidation
1. Η πράξη του εκφοβισμού ενός ασθενέστερου ατόμου για να τους κάνει να κάνουν κάτι
- συνώνυμο:
- εκφοβισμός
adjective
1. Noisily domineering
- Tending to browbeat others
- synonym:
- blustery ,
- bullying
1. Θορυβώδης αυταρχία
- Τείνουν να αναπτύσσουν τους άλλους
- συνώνυμο:
- αμβλύτητα ,
- εκφοβισμός
Examples of using
Stop bullying her.
Σταματήστε να την εκφοβίζετε.
Stop bullying him.
Σταματήστε να τον εκφοβίζετε.
I'm sick and tired of kids who think they're tough by bullying other kids around in the playground, and who then act all innocent when they're with their parents.
Είμαι άρρωστος και κουρασμένος από τα παιδιά που νομίζουν ότι είναι σκληρά εκφοβίζοντας άλλα παιδιά στην παιδική χαρά και όταν είναι με.