Translation meaning & definition of the word "bullet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bullet
[Σφαίρα]/bʊlət/
noun
1. A projectile that is fired from a gun
- synonym:
- bullet ,
- slug
1. Ένα βλήμα που απολύεται από ένα όπλο
- συνώνυμο:
- σφαίρα ,
- γυμνοσάλιαγκας
2. A high-speed passenger train
- synonym:
- bullet train ,
- bullet
2. Επιβατικό τρένο υψηλής ταχύτητας
- συνώνυμο:
- τρένο σφαιρών ,
- σφαίρα
3. (baseball) a pitch thrown with maximum velocity
- "He swung late on the fastball"
- "He showed batters nothing but smoke"
- synonym:
- fastball ,
- heater ,
- smoke ,
- hummer ,
- bullet
3. (βασεμπολ) ένα γήπεδο που ρίχνεται με μέγιστη ταχύτητα
- "Ταλαντεύτηκε αργά στο ντάρτμπολ"
- "Δεν έδειξε τίποτα άλλο παρά καπνό"
- συνώνυμο:
- νταρκλ ,
- θερμαντήρας ,
- καπνός ,
- βουητό ,
- σφαίρα
Examples of using
In the end, Tom had to bite the bullet and take responsibility for his actions.
Τελικά, ο Τομ έπρεπε να δαγκώσει τη σφαίρα και να αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του.
Tom had to bite the bullet.
Ο Τομ έπρεπε να δαγκώσει τη σφαίρα.
The bullet lodged in Tom's lung.
Η σφαίρα κατέβηκε στον πνεύμονα του Τομ.