Translation meaning & definition of the word "bull" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραβήξτε" στην ελληνική γλώσσα
Bull
[Ταύρος]noun
1. Uncastrated adult male of domestic cattle
- synonym:
- bull
1. Μη ευνουχισμένο ενήλικο αρσενικό των κατοικίδιων βοοειδών
- συνώνυμο:
- ταύρος
2. A large and strong and heavyset man
- "He was a bull of a man"
- "A thick-skinned bruiser ready to give as good as he got"
- synonym:
- bull ,
- bruiser ,
- strapper ,
- Samson
2. Ένας μεγάλος και δυνατός και βαρύς άνθρωπος
- "Ήταν ταύρος ανθρώπου"
- "Ένας μελανιαστής με χοντρό δέρμα έτοιμος να δώσει τόσο καλό όσο πήρε"
- συνώνυμο:
- ταύρος ,
- εκχυμώσεισ ,
- στράπεζα ,
- Σαμψών
3. Obscene words for unacceptable behavior
- "I put up with a lot of bullshit from that jerk"
- "What he said was mostly bull"
- synonym:
- bullshit ,
- bull ,
- Irish bull ,
- horseshit ,
- shit ,
- crap ,
- dogshit
3. Άσεμνες λέξεις για απαράδεκτη συμπεριφορά
- "Έβαλα πολλές μαλακίες από αυτό το τράνταγμα"
- "Αυτό που είπε ήταν κυρίως ταύρος"
- συνώνυμο:
- μαλακίεσ ,
- ταύρος ,
- Ιρλανδός ταύρος ,
- πέταλο ,
- σκατά ,
- παλιοσίδερα ,
- επιθετικό
4. A serious and ludicrous blunder
- "He made a bad bull of the assignment"
- synonym:
- bull
4. Ένα σοβαρό και γελοίο λάθος
- "Έφτιαξε έναν κακό ταύρο της αποστολής"
- συνώνυμο:
- ταύρος
5. Uncomplimentary terms for a policeman
- synonym:
- bull ,
- cop ,
- copper ,
- fuzz ,
- pig
5. Ασυνήθιστοι όροι για έναν αστυνομικό
- συνώνυμο:
- ταύρος ,
- μπάτσος ,
- χαλκός ,
- φουρμπ ,
- χοίρος
6. An investor with an optimistic market outlook
- An investor who expects prices to rise and so buys now for resale later
- synonym:
- bull
6. Ένας επενδυτής με αισιόδοξες προοπτικές αγοράς
- Ένας επενδυτής που αναμένει αύξηση των τιμών και έτσι αγοράζει τώρα για μεταπώληση αργότερα
- συνώνυμο:
- ταύρος
7. (astrology) a person who is born while the sun is in taurus
- synonym:
- Taurus ,
- Bull
7. (αστρολογία) ένα άτομο που γεννιέται ενώ ο ήλιος βρίσκεται στον ταύρο
- συνώνυμο:
- Ταύρος
8. The second sign of the zodiac
- The sun is in this sign from about april 20 to may 20
- synonym:
- Taurus ,
- Taurus the Bull ,
- Bull
8. Το δεύτερο σημάδι του ζωδιακού κύκλου
- Ο ήλιος βρίσκεται σε αυτό το σημάδι από περίπου 20 απριλίου έως 20 μαΐου
- συνώνυμο:
- Ταύρος ,
- Ταύρος ο Ταύρος
9. The center of a target
- synonym:
- bull's eye ,
- bull
9. Το κέντρο ενός στόχου
- συνώνυμο:
- μάτι του ταύρου ,
- ταύρος
10. A formal proclamation issued by the pope (usually written in antiquated characters and sealed with a leaden bulla)
- synonym:
- bull ,
- papal bull
10. Μια επίσημη διακήρυξη που εκδίδεται από τον πάπα (συνήθως γραμμένη με απαρχαιωμένους χαρακτήρες και σφραγισμένη με ένα βαλα)
- συνώνυμο:
- ταύρος ,
- παπικός ταύρος
11. Mature male of various mammals of which the female is called `cow'
- E.g. whales or elephants or especially cattle
- synonym:
- bull
11. Ώριμο αρσενικό διαφόρων θηλαστικών από τα οποία το θηλυκό ονομάζεται `αγελάδα'
- Π.χ. φάλαινες ή ελέφαντες ή κυρίως βοοειδή
- συνώνυμο:
- ταύρος
verb
1. Push or force
- "He bulled through his demands"
- synonym:
- bull ,
- bull through
1. Ώθηση ή δύναμη
- "Μπέρδεψε μέσα από τις απαιτήσεις του"
- συνώνυμο:
- ταύρος
2. Try to raise the price of stocks through speculative buying
- synonym:
- bull
2. Προσπαθήστε να αυξήσετε την τιμή των αποθεμάτων μέσω της κερδοσκοπικής αγοράς
- συνώνυμο:
- ταύρος
3. Speak insincerely or without regard for facts or truths
- "The politician was not well prepared for the debate and faked it"
- synonym:
- talk through one's hat ,
- bullshit ,
- bull ,
- fake
3. Μιλήστε ανειλικρινά ή χωρίς να λαμβάνετε υπόψη τα γεγονότα ή τις αλήθειες
- "Ο πολιτικός δεν ήταν καλά προετοιμασμένος για τη συζήτηση και την παραποίησε"
- συνώνυμο:
- μιλήστε μέσα από το καπέλο ενός ,
- μαλακίεσ ,
- ταύρος ,
- ψεύτικοσ
4. Advance in price
- "Stocks were bulling"
- synonym:
- bull
4. Προκαταβολή στην τιμή
- "Τα αποθέματα εκφοβίζονταν"
- συνώνυμο:
- ταύρος