Translation meaning & definition of the word "bulky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανόητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bulky
[Μαλακόσ]/bəlki/
adjective
1. Of large size for its weight
- synonym:
- bulky
1. Μεγάλο μέγεθος για το βάρος του
- συνώνυμο:
- ογκώδης