Translation meaning & definition of the word "bulk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bulk
[Μαζικός]/bəlk/
noun
1. The property resulting from being or relating to the greater in number of two parts
- The main part
- "The majority of his customers prefer it"
- "The bulk of the work is finished"
- synonym:
- majority ,
- bulk
1. Το ακίνητο που προκύπτει από το να είναι ή να σχετίζεται με το μεγαλύτερο σε αριθμό δύο μερών
- Το κύριο μέρος
- "Η πλειοψηφία των πελατών του το προτιμά"
- "Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας έχει τελειώσει"
- συνώνυμο:
- πλειοψηφία ,
- μαζικός
2. The property of something that is great in magnitude
- "It is cheaper to buy it in bulk"
- "He received a mass of correspondence"
- "The volume of exports"
- synonym:
- bulk ,
- mass ,
- volume
2. Η ιδιότητα ενός πράγματος που είναι μεγάλου μεγέθους
- "Είναι φθηνότερο να το αγοράσετε χύμα"
- "Έλαβε μια μάζα αλληλογραφίας"
- "Ο όγκος των εξαγωγών"
- συνώνυμο:
- μαζικός ,
- μάζα ,
- όγκος
3. The property possessed by a large mass
- synonym:
- bulk
3. Η ιδιοκτησία που κατέχεται από μια μεγάλη μάζα
- συνώνυμο:
- μαζικός
verb
1. Stick out or up
- "The parcel bulked in the sack"
- synonym:
- bulk
1. Ανεβαίνω ή επεκτείνομαι
- "Το δέμα που είχε χυθεί στο σάκο"
- συνώνυμο:
- μαζικός
2. Cause to bulge or swell outwards
- synonym:
- bulge ,
- bulk
2. Αιτία να διογκωθεί ή να διογκωθεί προς τα έξω
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- μαζικός
Examples of using
We buy stationery in bulk.
Αγοράζουμε χαρτικά χύμα.