Translation meaning & definition of the word "bulge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φούσκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bulge
[Δεξαμενή]/bəlʤ/
noun
1. Something that bulges out or is protuberant or projects from its surroundings
- "The gun in his pocket made an obvious bulge"
- "The hump of a camel"
- "He stood on the rocky prominence"
- "The occipital protuberance was well developed"
- "The bony excrescence between its horns"
- synonym:
- bulge ,
- bump ,
- hump ,
- swelling ,
- gibbosity ,
- gibbousness ,
- jut ,
- prominence ,
- protuberance ,
- protrusion ,
- extrusion ,
- excrescence
1. Κάτι που εκτοξεύεται ή είναι προεξέχον ή προεξέχει από το περιβάλλον του
- "Το όπλο στην τσέπη του έκανε μια προφανή διόγκωση"
- "Η καμηλοπάρδαλη"
- "Στάθηκε στη βραχώδη προεξοχή"
- "Η ινιακή προεξοχή ήταν καλά ανεπτυγμένη"
- "Η οστεώδης αφαίρεση μεταξύ των κέρατών της"
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- πτώση ,
- αναταραχή ,
- οίδημα ,
- αχνότητα ,
- αναλγησία ,
- τζούντα ,
- προεξοχή ,
- εξώθηση ,
- εκδορέσ
verb
1. Swell or protrude outwards
- "His stomach bulged after the huge meal"
- synonym:
- bulge ,
- pouch ,
- protrude
1. Πρηστείτε ή προεξέχετε προς τα έξω
- "Το στομάχι του έχει διογκωθεί μετά το τεράστιο γεύμα"
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- θήκη ,
- προεξέχω
2. Bulge out
- Form a bulge outward, or be so full as to appear to bulge
- synonym:
- bulge ,
- bag
2. Εξαπλώνω
- Σχηματίστε μια διόγκωση προς τα έξω, ή να είναι τόσο πλήρης ώστε να φαίνεται να διογκώνεται
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- τσάντα
3. Bulge outward
- "His eyes popped"
- synonym:
- start ,
- protrude ,
- pop ,
- pop out ,
- bulge ,
- bulge out ,
- bug out ,
- come out
3. Διόγκωση προς τα έξω
- "Τα μάτια του είχαν πέσει"
- συνώνυμο:
- ξεκινώ ,
- προεξέχω ,
- πολ ,
- πετάω ,
- διόγκωση ,
- εξαπλώνω ,
- αποσβένω ,
- βγαίνω έξω
4. Cause to bulge or swell outwards
- synonym:
- bulge ,
- bulk
4. Αιτία να διογκωθεί ή να διογκωθεί προς τα έξω
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- μαζικός