Translation meaning & definition of the word "builder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κτίριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Builder
[Οικοδόμος]/bɪldər/
noun
1. A substance added to soaps or detergents to increase their cleansing action
- synonym:
- builder ,
- detergent builder
1. Μια ουσία που προστίθεται σε σαπούνια ή απορρυπαντικά για να αυξήσει την καθαριστική τους δράση
- συνώνυμο:
- κατασκευαστής ,
- απορρυπαντικό κατασκευαστή
2. A person who creates a business or who organizes and develops a country
- "Empire builder"
- synonym:
- builder
2. Ένα άτομο που δημιουργεί μια επιχείρηση ή που οργανώνει και αναπτύσσει μια χώρα
- "Εμπνευστής οικοδόμος"
- συνώνυμο:
- κατασκευαστής
3. Someone who contracts for and supervises construction (as of a building)
- synonym:
- builder ,
- constructor
3. Κάποιος που συστέλλεται και επιβλέπει την κατασκευή (ας ενός κτιρίου)
- συνώνυμο:
- κατασκευαστής
Examples of using
I'm going to work as a builder with my father.
Θα δουλέψω ως οικοδόμος με τον πατέρα μου.