Translation meaning & definition of the word "bugle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφάλμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bugle
[Σφαίρα]/bjugəl/
noun
1. A brass instrument without valves
- Used for military calls and fanfares
- synonym:
- bugle
1. Ένα ορειχάλκινο όργανο χωρίς βαλβίδες
- Χρησιμοποιείται για στρατιωτικές κλήσεις και φανάρια
- συνώνυμο:
- παραφυλλίζω
2. Any of various low-growing annual or perennial evergreen herbs native to eurasia
- Used for ground cover
- synonym:
- bugle ,
- bugleweed
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα χαμηλής ανάπτυξης ετήσια ή πολυετή αειθαλή βότανα που είναι εγγενή στην ευρασία
- Χρησιμοποιημένος για την επίγεια κάλυψη
- συνώνυμο:
- παραφυλλίζω ,
- φύκια
3. A tubular glass or plastic bead sewn onto clothing for decoration
- synonym:
- bugle
3. Μια σωληνοειδής γυάλινη ή πλαστική χάντρα ραμμένη επάνω στα ρούχα για διακόσμηση
- συνώνυμο:
- παραφυλλίζω
verb
1. Play on a bugle
- synonym:
- bugle
1. Παίζω σε ένα σφάλμα
- συνώνυμο:
- παραφυλλίζω