Translation meaning & definition of the word "bugger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγοραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bugger
[Κουβαλών]/bəgər/
noun
1. Someone who engages in anal copulation (especially a male who engages in anal copulation with another male)
- synonym:
- sodomite ,
- sodomist ,
- sod ,
- bugger
1. Κάποιος που εμπλέκεται στην πρωκτική συνάθροιση (ειδικά ένα αρσενικό που εμπλέκεται στην πρωκτική συνάθροιση με ένα άλλο αρσενικό)
- συνώνυμο:
- σοδομίτησ ,
- σοδομιστήσ ,
- αναψυκτικό ,
- παίζων
verb
1. Practice anal sex upon
- synonym:
- sodomize ,
- sodomise ,
- bugger
1. Πρακτική πρωκτικό σεξ
- συνώνυμο:
- σοδομισμό ,
- παίζων