Translation meaning & definition of the word "buffet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπουφές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buffet
[Μπουφές]/bəfət/
noun
1. A piece of furniture that stands at the side of a dining room
- Has shelves and drawers
- synonym:
- buffet ,
- counter ,
- sideboard
1. Ένα έπιπλο που στέκεται στο πλάι μιας τραπεζαρίας
- Έχει ράφια και συρτάρια
- συνώνυμο:
- μπουφές ,
- μετρητής ,
- πλαϊνόσ
2. A meal set out on a buffet at which guests help themselves
- synonym:
- buffet
2. Ένα γεύμα ξεκινά σε μπουφέ στον οποίο οι επισκέπτες βοηθούν τον εαυτό τους
- συνώνυμο:
- μπουφές
3. Usually inexpensive bar
- synonym:
- snack bar ,
- snack counter ,
- buffet
3. Συνήθως φθηνό μπαρ
- συνώνυμο:
- σνακ μπαρ ,
- μετρητής σνακ ,
- μπουφές
verb
1. Strike against forcefully
- "Winds buffeted the tent"
- synonym:
- buffet ,
- knock about ,
- batter
1. Απεργία ενάντια σε δυναμικά
- "Οι παράδεισοι τους τοποθέτησαν σε μπουφέ τη σκηνή"
- συνώνυμο:
- μπουφές ,
- παρακινώ ,
- κτύπημα
2. Strike, beat repeatedly
- "The wind buffeted him"
- synonym:
- buffet ,
- buff
2. Απεργία, χτύπησε επανειλημμένα
- "Ο άνεμος τον πλημμύρισε"
- συνώνυμο:
- μπουφές ,
- βουλώνω