Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "buffer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ποτό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Buffer

[Μπάφερ]
/bəfər/

noun

1. (chemistry) an ionic compound that resists changes in its ph

    synonym:
  • buffer

1. (χημεία) μια ιοντική ένωση που αντιστέκεται στις αλλαγές στο ρη της

    συνώνυμο:
  • απομονωτής

2. A neutral zone between two rival powers that is created in order to diminish the danger of conflict

    synonym:
  • buffer zone
  • ,
  • buffer

2. Μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ δύο αντίπαλων δυνάμεων που δημιουργείται για να μειώσει τον κίνδυνο της σύγκρουσης

    συνώνυμο:
  • ζώνη αποθήκευσης
  • ,
  • απομονωτής

3. An inclined metal frame at the front of a locomotive to clear the track

    synonym:
  • fender
  • ,
  • buffer
  • ,
  • cowcatcher
  • ,
  • pilot

3. Ένα κεκλιμένο μεταλλικό πλαίσιο στο μπροστινό μέρος μιας μηχανής για να καθαρίσετε την πίστα

    συνώνυμο:
  • φτερωτόσ
  • ,
  • απομονωτής
  • ,
  • αγελάδα
  • ,
  • πιλότος

4. (computer science) a part of ram used for temporary storage of data that is waiting to be sent to a device

  • Used to compensate for differences in the rate of flow of data between components of a computer system
    synonym:
  • buffer
  • ,
  • buffer storage
  • ,
  • buffer store

4. (επιστήμη υπολογιστών) ένα μέρος του ραμ χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων που περιμένει να σταλεί σε μια συσκευή

  • Χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση των διαφορών στο ρυθμό ροής δεδομένων μεταξύ των συστατικών ενός συστήματος υπολογιστή
    συνώνυμο:
  • απομονωτής
  • ,
  • αποθήκευση αποθηκών
  • ,
  • αποθήκη

5. A power tool used to buff surfaces

    synonym:
  • buffer
  • ,
  • polisher

5. Ένα εργαλείο ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση επιφανειών

    συνώνυμο:
  • απομονωτής
  • ,
  • πόλερ

6. A cushion-like device that reduces shock due to an impact

    synonym:
  • buffer
  • ,
  • fender

6. Μια συσκευή που μοιάζει με μαξιλάρι που μειώνει τους κραδασμούς λόγω πρόσκρουσης

    συνώνυμο:
  • απομονωτής
  • ,
  • φτερωτόσ

7. An implement consisting of soft material mounted on a block

  • Used for polishing (as in manicuring)
    synonym:
  • buff
  • ,
  • buffer

7. Ένα υλικό που αποτελείται από μαλακό υλικό τοποθετημένο σε ένα μπλοκ

  • Χρησιμοποιείται για τη στίλβωση (α στο μανικιούρ)
    συνώνυμο:
  • βουλώνω
  • ,
  • απομονωτής

verb

1. Add a buffer (a solution)

  • "Buffered saline solution for the eyes"
    synonym:
  • buffer

1. Προσθέστε ένα λύση (α)

  • "Αλατούχο διάλυμα για τα μάτια"
    συνώνυμο:
  • απομονωτής

2. Protect from impact

  • "Cushion the blow"
    synonym:
  • cushion
  • ,
  • buffer
  • ,
  • soften

2. Προστατεύστε από την πρόσκρουση

  • "Μαξιλάρι το χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • μαξιλάρι
  • ,
  • απομονωτής
  • ,
  • μαλακώνω