Translation meaning & definition of the word "buffalo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουφάλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buffalo
[Μπάφαλο]/bəfəloʊ/
noun
1. Large shaggy-haired brown bison of north american plains
- synonym:
- American bison ,
- American buffalo ,
- buffalo ,
- Bison bison
1. Μεγάλος καφέ βίσονας από πεδιάδες της βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- Αμερικανικός βίσον ,
- Αμερικανός βούβαλος ,
- βουβάλι ,
- Βίσονας
2. A city on lake erie in western new york (near niagara falls)
- synonym:
- Buffalo
2. Μια πόλη στη λίμνη έρι στη δυτική νέα υόρκη (νοεπόμενη στους φαλλ) νιαγάρα
- συνώνυμο:
- Μπάφαλο
3. Meat from an american bison
- synonym:
- buffalo
3. Κρέας από αμερικανό βίσονα
- συνώνυμο:
- βουβάλι
4. Any of several old world animals resembling oxen including, e.g., water buffalo
- Cape buffalo
- synonym:
- Old World buffalo ,
- buffalo
4. Οποιοδήποτε από τα πολλά ζώα του παλαιού κόσμου που μοιάζουν με βόδια, συμπεριλαμβανομένων, π.χ., βουβάλια νερού
- Ακρωτήριο βούβαλο
- συνώνυμο:
- Παλαιός κόσμος βουβάλι ,
- βουβάλι
verb
1. Intimidate or overawe
- synonym:
- buffalo
1. Εκφοβισμός ή υπερβολική εμπιστοσύνη
- συνώνυμο:
- βουβάλι
Examples of using
When Columbus discovered America, bison (American buffalo) inhabited a wide-ranging area.
Όταν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, ο βίσωνας (αμερικανός βουβαλο) κατοικούσε σε μια ευρεία περιοχή.
Is that a cow or a buffalo?
Είναι αγελάδα ή βουβάλι?