Translation meaning & definition of the word "buff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ποτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buff
[Μπουφ]/bəf/
noun
1. An ardent follower and admirer
- synonym:
- fan ,
- buff ,
- devotee ,
- lover
1. Ένθερμος οπαδός και θαυμαστής
- συνώνυμο:
- ανεμιστήρας ,
- βουλώνω ,
- πιστός ,
- εραστής
2. A soft thick undyed leather from the skins of e.g. buffalo or oxen
- synonym:
- buff
2. Ένα μαλακό παχύ δέρμα από δέρματα π.χ. βουβάλι ή βόδια
- συνώνυμο:
- βουλώνω
3. Bare skin
- Naked
- "Swimming in the buff"
- synonym:
- buff
3. Γυμνό δέρμα
- Γυμνός
- "Κολύμπι στο βουβά"
- συνώνυμο:
- βουλώνω
4. A medium to dark tan color
- synonym:
- yellowish brown ,
- raw sienna ,
- buff ,
- caramel ,
- caramel brown
4. Ένα μεσαίο έως σκούρο χρώμα μαυρίσματος
- συνώνυμο:
- κιτρινωπό καφέ ,
- ακατέργαστη σκόνη ,
- βουλώνω ,
- καραμέλα ,
- καραμέλα καφέ
5. An implement consisting of soft material mounted on a block
- Used for polishing (as in manicuring)
- synonym:
- buff ,
- buffer
5. Ένα υλικό που αποτελείται από μαλακό υλικό τοποθετημένο σε ένα μπλοκ
- Χρησιμοποιείται για τη στίλβωση (α στο μανικιούρ)
- συνώνυμο:
- βουλώνω ,
- απομονωτής
verb
1. Strike, beat repeatedly
- "The wind buffeted him"
- synonym:
- buffet ,
- buff
1. Απεργία, χτύπησε επανειλημμένα
- "Ο άνεμος τον πλημμύρισε"
- συνώνυμο:
- μπουφές ,
- βουλώνω
2. Polish and make shiny
- "Buff the wooden floors"
- "Buff my shoes"
- synonym:
- buff ,
- burnish ,
- furbish
2. Γυαλίστε και κάντε λαμπερό
- "Περιχύστε τα ξύλινα πατώματα"
- "Φορέστε τα παπούτσια μου"
- συνώνυμο:
- βουλώνω ,
- καυτό ,
- ανατριχιαστικόσ
adjective
1. Of the yellowish-beige color of buff leather
- synonym:
- buff
1. Από το κιτρινωπό-μπεζ χρώμα του βουβού δέρματος
- συνώνυμο:
- βουλώνω
Examples of using
Let's play a game of blind man's buff.
Ας παίξουμε ένα παιχνίδι του τυφλού ανθρώπου.