Translation meaning & definition of the word "budget" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προϋπολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Budget
[Προϋπολογισμός]/bəʤɪt/
noun
1. A sum of money allocated for a particular purpose
- "The laboratory runs on a budget of a million a year"
- synonym:
- budget
1. Χρηματικό ποσό που διατίθεται για συγκεκριμένο σκοπό
- "Το εργαστήριο τρέχει με προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου ετησίως"
- συνώνυμο:
- προϋπολογισμός
2. A summary of intended expenditures along with proposals for how to meet them
- "The president submitted the annual budget to congress"
- synonym:
- budget
2. Περίληψη των προβλεπόμενων δαπανών μαζί με προτάσεις για την επίτευξή τους
- "Ο πρόεδρος υπέβαλε τον ετήσιο προϋπολογισμό στο κογκρέσο"
- συνώνυμο:
- προϋπολογισμός
verb
1. Make a budget
- synonym:
- budget
1. Φτιάχνω προϋπολογισμό
- συνώνυμο:
- προϋπολογισμός
Examples of using
The budget of the film was very limited.
Ο προϋπολογισμός της ταινίας ήταν πολύ περιορισμένος.
Our budget is very limited.
Ο προϋπολογισμός μας είναι πολύ περιορισμένος.
They're having problems with their budget.
Αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον προϋπολογισμό τους.