Translation meaning & definition of the word "buckwheat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαγόπυρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buckwheat
[Φαγόπυρο]/bəkwit/
noun
1. A member of the genus fagopyrum
- Annual asian plant with clusters of small pinkish white flowers and small edible triangular seeds which are used whole or ground into flour
- synonym:
- buckwheat ,
- Polygonum fagopyrum ,
- Fagopyrum esculentum
1. Μέλος του γένους φαγκόπυρος
- Ετήσιο ασιατικό φυτό με συστάδες μικρών ροζ λευκών ανθέων και μικρών βρώσιμων τριγωνικών σπόρων που χρησιμοποιούνται ολόκληροι ή αλεσμένοι σε αλεύρι
- συνώνυμο:
- φαγόπυρο ,
- Πολύγωνο φαγόπυρο ,
- Εσκουλέντουμ φαγοπυρού
2. Grain ground into flour
- synonym:
- buckwheat
2. Σιτάρι αλεσμένο σε αλεύρι
- συνώνυμο:
- φαγόπυρο