Translation meaning & definition of the word "buckle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαμήσι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Buckle
[Καμπαναριό]/bəkəl/
noun
1. Fastener that fastens together two ends of a belt or strap
- Often has loose prong
- synonym:
- buckle
1. Συνδετήρας που στερεώνει μαζί δύο άκρες μιας ζώνης ή ενός ιμάντα
- Συχνά έχει χαλαρό προνγκ
- συνώνυμο:
- αγκράφα
2. A shape distorted by twisting or folding
- synonym:
- warp ,
- buckle
2. Ένα σχήμα που παραμορφώνεται με στρίψιμο ή αναδίπλωση
- συνώνυμο:
- στρέβλωση ,
- αγκράφα
verb
1. Fasten with a buckle or buckles
- synonym:
- buckle ,
- clasp
1. Στερεώστε με μια πόρπη ή πόρπες
- συνώνυμο:
- αγκράφα
2. Fold or collapse
- "His knees buckled"
- synonym:
- buckle ,
- crumple
2. Διπλώστε ή καταρρεύστε
- "Τα γόνατά του λυγίζουν"
- συνώνυμο:
- αγκράφα ,
- τσαλακώνω
3. Bend out of shape, as under pressure or from heat
- "The highway buckled during the heat wave"
- synonym:
- heave ,
- buckle ,
- warp
3. Λυγίστε έξω από το σχήμα, όπως υπό πίεση ή από τη θερμότητα
- "Ο αυτοκινητόδρομος έσκυψε κατά τη διάρκεια του κύματος καύσωνα"
- συνώνυμο:
- υψώ ,
- αγκράφα ,
- στρέβλωση