Translation meaning & definition of the word "bubonic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουβωνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bubonic
[Βουβωνικόσ]/bjubɑnɪk/
adjective
1. Of or evidencing buboes
- "Bubonic plague"
- synonym:
- bubonic
1. Από ή αποδεικνύοντας βούβαλα
- "Βουβωνική πανούκλα"
- συνώνυμο:
- βουβωνικόσ