Translation meaning & definition of the word "bubble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φούσκα" στην ελληνική γλώσσα
Bubble
[Φυσαλίδα]noun
1. A hollow globule of gas (e.g., air or carbon dioxide)
- synonym:
- bubble
1. Μια κοίλη σφαίρα αερίου (π.χ., αέρα ή διοξείδιο του άνθρακα)
- συνώνυμο:
- φούσκα
2. A speculative scheme that depends on unstable factors that the planner cannot control
- "His proposal was nothing but a house of cards"
- "A real estate bubble"
- synonym:
- house of cards ,
- bubble
2. Ένα κερδοσκοπικό σχήμα που εξαρτάται από ασταθείς παράγοντες που ο σχεδιαστής δεν μπορεί να ελέγξει
- "Η πρότασή του δεν ήταν παρά ένα σπίτι από κάρτες"
- "Μια φούσκα ακινήτων"
- συνώνυμο:
- σπίτι των καρτών ,
- φούσκα
3. An impracticable and illusory idea
- "He didn't want to burst the newcomer's bubble"
- synonym:
- bubble
3. Μια ανέφικτη και απατηλή ιδέα
- "Δεν ήθελε να σκάσει τη φούσκα του νεοφερμένου"
- συνώνυμο:
- φούσκα
4. A dome-shaped covering made of transparent glass or plastic
- synonym:
- bubble
4. Ένα κάλυμμα σε σχήμα θόλου από διαφανές γυαλί ή πλαστικό
- συνώνυμο:
- φούσκα
verb
1. Form, produce, or emit bubbles
- "The soup was bubbling"
- synonym:
- bubble
1. Μορφή, παραγωγή ή εκπομπή φυσαλίδων
- "Η σούπα φούσκωνε"
- συνώνυμο:
- φούσκα
2. Flow in an irregular current with a bubbling noise
- "Babbling brooks"
- synonym:
- ripple ,
- babble ,
- guggle ,
- burble ,
- bubble ,
- gurgle
2. Ροή σε ένα ακανόνιστο ρεύμα με ένα θόρυβο αναβλάστησης
- "Μπουκετάκια"
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- φλυαρώ ,
- παίζω ,
- εκρήγνυται ,
- φούσκα ,
- παλινδρομώ
3. Rise in bubbles or as if in bubbles
- "Bubble to the surface"
- synonym:
- bubble
3. Αυξήστε τις φυσαλίδες ή σαν σε φυσαλίδες
- "Φούσκα στην επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- φούσκα
4. Cause to form bubbles
- "Bubble gas through a liquid"
- synonym:
- bubble
4. Αιτία να σχηματίσουν φυσαλίδες
- "Φυσαλίδα αερίου μέσω ενός υγρού"
- συνώνυμο:
- φούσκα
5. Expel gas from the stomach
- "In china it is polite to burp at the table"
- synonym:
- burp ,
- bubble ,
- belch ,
- eruct
5. Αποβάλλουν τα αέρια από το στομάχι
- "Στην κίνα είναι ευγενικό να ανεβείτε στο τραπέζι"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- φούσκα ,
- καμπαναριό ,
- διαβρώνω