Translation meaning & definition of the word "brute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγροτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brute
[Λαμπερός]/brut/
noun
1. A cruelly rapacious person
- synonym:
- beast ,
- wolf ,
- savage ,
- brute ,
- wildcat
1. Ένας σκληρά αρπακτικός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- θηρίο ,
- λύκος ,
- άγριος ,
- βρωμερός ,
- αγριόγατοσ
2. A living organism characterized by voluntary movement
- synonym:
- animal ,
- animate being ,
- beast ,
- brute ,
- creature ,
- fauna
2. Ένας ζωντανός οργανισμός που χαρακτηρίζεται από εθελοντική κίνηση
- συνώνυμο:
- ζώο ,
- ζωντανεύω ,
- θηρίο ,
- βρωμερός ,
- πλάσμα ,
- πανίδα
adjective
1. Resembling a beast
- Showing lack of human sensibility
- "Beastly desires"
- "A bestial nature"
- "Brute force"
- "A dull and brutish man"
- "Bestial treatment of prisoners"
- synonym:
- beastly ,
- bestial ,
- brute(a) ,
- brutish ,
- brutal
1. Μοιάζει με θηρίο
- Εμφάνιση έλλειψης ανθρώπινης ευαισθησίας
- "Θηριώδεις επιθυμίες"
- "Μια κτηνώδης φύση"
- "Ωμή δύναμη"
- "Ένας βαρετός και βάναυσος άνθρωπος"
- "Καλύτερη μεταχείριση των κρατουμένων"
- συνώνυμο:
- θηριώδησ ,
- βεστιανή ,
- βρουτ(α) ,
- βάναυσος ,
- βίαιος