Translation meaning & definition of the word "brutal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βουλευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brutal
[Βαρύτητα]/brutəl/
adjective
1. (of persons or their actions) able or disposed to inflict pain or suffering
- "A barbarous crime"
- "Brutal beatings"
- "Cruel tortures"
- "Stalin's roughshod treatment of the kulaks"
- "A savage slap"
- "Vicious kicks"
- synonym:
- barbarous ,
- brutal ,
- cruel ,
- fell ,
- roughshod ,
- savage ,
- vicious
1. ( των ατόμων ή των ενεργειών τους) ικανός ή διατεθειμένος να προκαλέσει πόνο ή πόνο
- "Βάρβαρο έγκλημα"
- "Βραβευμένοι ξυλοδαρμοί"
- "Βασανιστήρια των κρουάλων"
- "Η θεραπεία των κουλάκων" του στάλιν"
- "Ένα άγριο χαστούκι"
- "Βλακώδεις κλωτσιές"
- συνώνυμο:
- βάρβαρος ,
- βίαιος ,
- σκληρός ,
- έπεσε ,
- τραχύ ,
- άγριος ,
- φαύλοσ
2. Harsh
- "The brutal summer sun"
- "A brutal winter"
- synonym:
- brutal ,
- unrelenting
2. Σκληρός
- "Ο βάναυσος καλοκαιρινός ήλιος"
- "Ένας βάναυσος χειμώνας"
- συνώνυμο:
- βίαιος ,
- αδυσώπητοσ
3. Resembling a beast
- Showing lack of human sensibility
- "Beastly desires"
- "A bestial nature"
- "Brute force"
- "A dull and brutish man"
- "Bestial treatment of prisoners"
- synonym:
- beastly ,
- bestial ,
- brute(a) ,
- brutish ,
- brutal
3. Μοιάζει με θηρίο
- Εμφάνιση έλλειψης ανθρώπινης ευαισθησίας
- "Θηριώδεις επιθυμίες"
- "Μια κτηνώδης φύση"
- "Ωμή δύναμη"
- "Ένας βαρετός και βάναυσος άνθρωπος"
- "Καλύτερη μεταχείριση των κρατουμένων"
- συνώνυμο:
- θηριώδησ ,
- βεστιανή ,
- βρουτ(α) ,
- βάναυσος ,
- βίαιος
4. Disagreeably direct and precise
- "He spoke with brutal honesty"
- synonym:
- brutal
4. Άμεσα και ακριβή
- "Μίλησε με βάναυση ειλικρίνεια"
- συνώνυμο:
- βίαιος