Translation meaning & definition of the word "brut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βραχιόλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brut
[Κατακλύζω]/brut/
adjective
1. (of champagne) extremely dry
- synonym:
- brut
1. ( της σαμπάνιας) εξαιρετικά ξηρό
- συνώνυμο:
- βία