Translation meaning & definition of the word "brush" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βούρτσα" στην ελληνική γλώσσα
Brush
[Βούρτσα]noun
1. A dense growth of bushes
- synonym:
- brush ,
- brushwood ,
- coppice ,
- copse ,
- thicket
1. Μια πυκνή ανάπτυξη των θάμνων
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- κοππακαλιά ,
- συνδυάζω ,
- χοντρό
2. An implement that has hairs or bristles firmly set into a handle
- synonym:
- brush
2. Ένα υλικό που έχει τρίχες ή τρίχες σταθερά τοποθετημένες σε μια λαβή
- συνώνυμο:
- βούρτσα
3. Momentary contact
- synonym:
- brush ,
- light touch
3. Στιγμιαία επαφή
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- ελαφριά αφή
4. Conducts current between rotating and stationary parts of a generator or motor
- synonym:
- brush
4. Διευθύνει το ρεύμα μεταξύ περιστρεφόμενων και σταθερών μερών μιας γεννήτριας ή ενός κινητήρα
- συνώνυμο:
- βούρτσα
5. A bushy tail or part of a bushy tail (especially of the fox)
- synonym:
- brush
5. Μια θαμνώδης ουρά ή μέρος μιας θαμνώδους ουράς (ειδικά της αλεπούς)
- συνώνυμο:
- βούρτσα
6. A minor short-term fight
- synonym:
- brush ,
- clash ,
- encounter ,
- skirmish
6. Μια μικρή βραχυπρόθεσμη μάχη
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- σύγκρουση ,
- συνάντηση ,
- αψιμαχία
7. The act of brushing your teeth
- "The dentist recommended two brushes a day"
- synonym:
- brush ,
- brushing
7. Η πράξη του βουρτσίσματος των δοντιών σας
- "Ο οδοντίατρος συνιστά δύο βούρτσες την ημέρα"
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- βούρτσισμα
8. The act of brushing your hair
- "He gave his hair a quick brush"
- synonym:
- brush ,
- brushing
8. Η πράξη του βουρτσίσματος των μαλλιών σας
- "Έδωσε στα μαλλιά του ένα γρήγορο πινέλο"
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- βούρτσισμα
9. Contact with something dangerous or undesirable
- "I had a brush with danger on my way to work"
- "He tried to avoid any brushes with the police"
- synonym:
- brush
9. Επαφή με κάτι επικίνδυνο ή ανεπιθύμητο
- "Είχα μια βούρτσα με κίνδυνο στο δρόμο μου για τη δουλειά"
- "Προσπάθησε να αποφύγει τυχόν πινέλα με την αστυνομία"
- συνώνυμο:
- βούρτσα
verb
1. Rub with a brush, or as if with a brush
- "Johnson brushed the hairs from his jacket"
- synonym:
- brush
1. Τρίψτε με μια βούρτσα, ή σαν με μια βούρτσα
- "Ο τζόνσον έβγαλε τις τρίχες από το σακάκι του"
- συνώνυμο:
- βούρτσα
2. Touch lightly and briefly
- "He brushed the wall lightly"
- synonym:
- brush
2. Αγγίξτε ελαφρά και για λίγο
- "Βούρτσισε τον τοίχο ελαφρά"
- συνώνυμο:
- βούρτσα
3. Clean with a brush
- "She brushed the suit before hanging it back into the closet"
- synonym:
- brush
3. Καθαρίστε με μια βούρτσα
- "Βούρτσισε το κοστούμι πριν το κρεμάσει πίσω στην ντουλάπα"
- συνώνυμο:
- βούρτσα
4. Sweep across or over
- "Her long skirt brushed the floor"
- "A gasp swept cross the audience"
- synonym:
- brush ,
- sweep
4. Σκουπίζω απέναντι ή πάνω
- "Η μακριά φούστα της βούρτσισε το πάτωμα"
- "Ένας αεριωθούμενος σκούπισε το κοινό"
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- σκουπίζω
5. Remove with or as if with a brush
- "Brush away the crumbs"
- "Brush the dust from the jacket"
- "Brush aside the objections"
- synonym:
- brush
5. Αφαιρέστε με ή σαν με μια βούρτσα
- "Πετάξτε τα ψίχουλα"
- "Βουρτσίστε τη σκόνη από το σακάκι"
- "Παραμερίστε τις αντιρρήσεις"
- συνώνυμο:
- βούρτσα
6. Cover by brushing
- "Brush the bread with melted butter"
- synonym:
- brush
6. Καλύψτε με βούρτσισμα
- "Βουρτσίστε το ψωμί με λιωμένο βούτυρο"
- συνώνυμο:
- βούρτσα