Translation meaning & definition of the word "bruising" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπροβουνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bruising
[Μελανοποίηση]/bruzɪŋ/
adjective
1. Causing mental or emotional injury
- "A bruising experience"
- "Protected from the bruising facts of battle"- john mason brown
- synonym:
- bruising
1. Προκαλώντας ψυχολογικό ή συναισθηματικό τραυματισμό
- "Μια εμπειρία μελανιάς"
- "Προστατευμένος από τα μελανιαστικά γεγονότα της μάχης" - τζον μέισον μπράουν
- συνώνυμο:
- μώλωπεσ
2. Brutally forceful and compelling
- "Protected from the bruising facts of battle"
- synonym:
- bruising
2. Βάναυσα δυνατή και συναρπαστική
- "Προστατεύεται από τα μελανιαστικά γεγονότα της μάχης"
- συνώνυμο:
- μώλωπεσ