Translation meaning & definition of the word "bruin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρουνίου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bruin
[Μπρουίν]/bruɪn/
noun
1. A conventional name for a bear used in tales following usage in the old epic `reynard the fox'
- synonym:
- bruin
1. Ένα συμβατικό όνομα για μια αρκούδα που χρησιμοποιείται στις ιστορίες μετά τη χρήση στο παλιό έπος `επαναπροσδιορίστε την αλεπού'
- συνώνυμο:
- μπρουίν
2. Large ferocious bear of eurasia
- synonym:
- brown bear ,
- bruin ,
- Ursus arctos
2. Μεγάλη άγρια αρκούδα της ευρασίας
- συνώνυμο:
- καφέ αρκούδα ,
- μπρουίν ,
- Αρκτός του Ουρσού