Translation meaning & definition of the word "browbeat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισιοδοξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Browbeat
[Ανατριχιαστικόσ]/braʊbit/
verb
1. Be bossy towards
- "Her big brother always bullied her when she was young"
- synonym:
- strong-arm ,
- bully ,
- browbeat ,
- bullyrag ,
- ballyrag ,
- boss around ,
- hector ,
- push around
1. Είμαι αφεντικός προς
- "Ο μεγάλος αδελφός της την εκφοβίζει πάντα όταν ήταν νέα"
- συνώνυμο:
- ισχυρός-συρματοπλεγματικός ,
- φοβερίζω ,
- αναποφλοίωτοσ ,
- βουλερύγα ,
- μπάλιαγκ ,
- αφεντικό γύρω από ,
- εκτροφέασ ,
- πιέζω
2. Discourage or frighten with threats or a domineering manner
- Intimidate
- synonym:
- browbeat ,
- bully ,
- swagger
2. Αποθαρρύνετε ή φοβίστε με απειλές ή με τρόπο κυριαρχίας
- Εκφοβίζω
- συνώνυμο:
- αναποφλοίωτοσ ,
- φοβερίζω ,
- παραπαίω