Translation meaning & definition of the word "brotherhood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brotherhood
[Αδελφότητα]/brəðərhʊd/
noun
1. The kinship relation between a male offspring and the siblings
- synonym:
- brotherhood
1. Η σχέση συγγένειας μεταξύ ενός αρσενικού απογόνου και των αδελφών
- συνώνυμο:
- αδελφότητα
2. People engaged in a particular occupation
- "The medical fraternity"
- synonym:
- brotherhood ,
- fraternity ,
- sodality
2. Άτομα που ασχολούνται με μια συγκεκριμένη επάγγελμα
- "Η ιατρική αδελφότητα"
- συνώνυμο:
- αδελφότητα ,
- αναπηρία
3. The feeling that men should treat one another like brothers
- synonym:
- brotherhood
3. Η αίσθηση ότι οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια
- συνώνυμο:
- αδελφότητα
4. An organization of employees formed to bargain with the employer
- "You have to join the union in order to get a job"
- synonym:
- union ,
- labor union ,
- trade union ,
- trades union ,
- brotherhood
4. Μια οργάνωση των εργαζομένων που σχηματίστηκε για να διαπραγματευτεί με τον εργοδότη
- "Πρέπει να ενταχθείτε στην ένωση για να βρείτε δουλειά"
- συνώνυμο:
- ένωση ,
- εργατική Ένωση ,
- συνδικαλιστική ένωση ,
- αδελφότητα
Examples of using
All human beings are born free and equal in dignity and rights. They are endowed with reason and conscience and should act towards one another in a spirit of brotherhood.
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση και πρέπει να ενεργούν ο ένας προς τον άλλον με πνεύμα αδελφοσύνης.