Translation meaning & definition of the word "brother" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδελφός" στην ελληνική γλώσσα
Brother
[Αδελφός]noun
1. A male with the same parents as someone else
- "My brother still lives with our parents"
- synonym:
- brother ,
- blood brother
1. Ένας άνδρας με τους ίδιους γονείς με κάποιον άλλο
- "Ο αδερφός μου ζει ακόμα με τους γονείς μας"
- συνώνυμο:
- αδελφός ,
- αδελφός αίματος
2. A male person who is a fellow member (of a fraternity or religion or other group)
- "None of his brothers would betray him"
- synonym:
- brother
2. Ένα αρσενικό πρόσωπο που είναι συνάδελφος ( της αδελφότητας ή της θρησκείας ή άλλης ομάδας)
- "Κανένας από τους αδελφούς του δεν θα τον πρόδιδε"
- συνώνυμο:
- αδελφός
3. A close friend who accompanies his buddies in their activities
- synonym:
- buddy ,
- brother ,
- chum ,
- crony ,
- pal ,
- sidekick
3. Ένας στενός φίλος που συνοδεύει τους φίλους του στις δραστηριότητές τους
- συνώνυμο:
- φίλος ,
- αδελφός ,
- τσαμπίνα ,
- παλαβός ,
- παλαίμ ,
- πλευρικό
4. Used as a term of address for those male persons engaged in the same movement
- "Greetings, comrade!"
- synonym:
- brother ,
- comrade
4. Χρησιμοποιείται ως όρος διεύθυνσης για τα άτομα που ασχολούνται με την ίδια κίνηση
- "Χαιρετώ, σύντροφε!"
- συνώνυμο:
- αδελφός ,
- σύντροφοσ
5. (roman catholic church) a title given to a monk and used as form of address
- "A benedictine brother"
- synonym:
- Brother
5. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) ένας τίτλος δόθηκε σε έναν μοναχό και χρησιμοποιήθηκε ως μορφή διεύθυνσης
- "Ένας βενεδικτίνος αδελφός"
- συνώνυμο:
- Αδελφός